- λογιστικούς
- λογιστικόςskilledmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρτέλα — η 1. μικρή χάρτινη πινακίδα με επιγραφή, αριθμό ή λογαριασμό 2. (στο παιχνίδι τής τόμπολας) η πινακίδα που έχει τους τυπωμένους αριθμούς 3. στον πληθ. οι καρτέλες δελτία που χρησιμοποιούνται από τις επιχειρήσεις για στατιστικούς, λογιστικούς και… … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek